- επώμοτος
- ἐπώμοτος, -ον (Α)1. αυτός που βεβαιώνει κάτι με όρκο («οὐκ ἐπώμοτος λέγων δάκαρτ’ ἔφασκες Ἡρακλεῑ ταύτην ἄγειν;», Σοφ.)2. μάρτυρας τών όρκων, όρκιος («Ζῆν’ ἔχων ἐπώμοτον» — έχοντας τον Δία ως μάρτυρα τού όρκου μου, Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -* ομοτος (< όμνυμι. Το ω λόγω τού νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Dictionary of Greek. 2013.